- δενδροκομία
- ηκλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την καλλιέργεια και τη φροντίδα των δέντρων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δενδροκομία — η κλάδος τής βοτανικής που ασχολείται με τη συστηματική καλλιέργεια τών δένδρων … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
δενδροκομικός — ή, ό (AM δενδροκομικός, ή, όν) [δενδροκομία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δενδροκομία … Dictionary of Greek
δενδροκομείο ή δεντροκομείο — Έκταση γης φυτεμένη με δασικά ή καρποφόρα δέντρα, όπως η ελιά, η μηλιά, τα εσπεριδοειδή, η λεύκη, ο σφένδαμος κλπ. Ονομάζεται και δενδρώνας. Τα δέντρα φυτεύονται κατά διάφορα συστήματα διάταξης, κατά γραμμές, ρόμβους ή τετράγωνα. Υπάρχουν δ. με… … Dictionary of Greek
δενδροκόμος — ο (ΑΜ δενδροκόμος) νεοελλ. ο ειδικός στη δενδροκομία αρχ. μσν. αυτός που φροντίζει ή καλλιεργεί τα δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι»] … Dictionary of Greek
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek
μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ … Dictionary of Greek
μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… … Dictionary of Greek
Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… … Dictionary of Greek
δενδρολογία ή δεντρολογία — Κλάδος της βοτανικής και κυρίως της δασικής επιστήμης, ο οποίος μελετά τα είδη των δέντρων και τις δυνατότητες εφαρμογών τους. Η δ. ασχολείται με έρευνες στην καλλωπιστική δενδροκομία και στις εφαρμογές της στην αστική κηποτεχνία. Μελετά επίσης… … Dictionary of Greek